- διαρρήγνυμαι
- διαρρήγνυμιbreak throughpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδιαρρήγνυμαι — ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α) σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» κι έπειτα να τό ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»] … Dictionary of Greek
παραρρήγνυμι — και παραρρηγνύω Α 1. διασπώ, προκαλώ ρήγμα στα πλευρά, ιδίως γραμμής μάχης 2. παθ. παραρρήγνυμαι διαρρήγνυμαι, θραύομαι, υφίσταμαι ρήγμα 3. μτφ. παραβαίνω, παραβιάζω («παραρρηγνύοντας τὸν νόμον», Θεμίστ.) 4. φρ. «φωνὴ παρερρωγυῑα» φωνή σπασμένη… … Dictionary of Greek
ՊԱՅԹԵՄ — (եցի.) NBH 2 0592 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c ն. ՊԱՅԹԵՄ ՊԱՅԹԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. Տ. ՊԱՅԹՈՒՑԱՆԵԼ. διαρρήγνυμι, ύω, διαρρήσσω diffringo, perrumpo. *Որ զվէմն հերձեաց, ոչ անկարանայր զխաչահանուսն պայթել. Խոսր.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)